του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, από τον ιστότοπο K-report-on blue-Logotexnia
Το ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη καλύπτει μια πλήρη τριακονταετία. Ξεκινάει με τις Εποχές (1941-1944, 1946-1948 και 1949-1950), ανδρώνεται με τις Συνέχειες (1953-1954, 1955 και 1963) και ολοκληρώνεται με τον Στόχο (1971). Μια τελευταία νότα δίνει ο ποιητής με το Περιθώριο ΄68 – ΄69 (1979) και το Υ.Γ (1983).
Στη δουλειά του θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τα κριτικά του κείμενα (συγκεντρωμένα σε δύο τόμους), το σατιρικό δοκίμιο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης (1987) και την ανθολογία Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς (1990).
Στη Βιβλιογραφία Μανόλη Αναγνωστάκη (1941-2023), Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη σε συνεργασία με τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, ο ακάματος Δημήτρης Δασκαλόπουλος καταγράφει όχι μόνο τη μακρά εκδοτική πορεία του ποιητικού, δοκιμιακού και ανθολογικού του έργου μέσα στον χρόνο μα και την αχαρτογράφητη πληθώρα, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, των μεμονωμένων δημοσιευμάτων του. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι ο Δασκαλόπουλος καταγράφει επίσης τα δημοσιεύματα για τον ποιητή, φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας.
Διαβάζεται, ωστόσο, μια βιβλιογραφία κι αν ναι, τότε πώς ακριβώς;
Ο σκοπός: Κάθε βιβλιογραφία έχει πρωτίστως χρηστικό σκοπό: θέλει να βοηθήσει τους παντός είδους ερευνητές τόσο ως προς τον εντοπισμό των πρωτογενών και των δευτερογενών πηγών τους όσο και ως προς τις κατευθύνσεις τις οποίες επιδιώκει να χαράξει και να ψάξει η έρευνά τους.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτό, αλλά και για τους τόπους (ποιητικούς, κριτικούς και φιλολογικούς) τους οποίους είναι σε θέση να αποκαλύψει για τον γενικότερο αναγνώστη ο βιβλιογράφος – ακόμα και για τα ερωτήματα τα οποία είναι δυνατόν να ζωογονηθούν στην αναγνωστική συνείδηση όσο προσπαθεί να ικανοποιήσει τις περιέργειές της.
Λυρισμός: Ένα πιθανό ερευνητικό ζητούμενο και παράδειγμα είναι η χρόνια συναναστροφή του Αναγνωστάκη με τον λυρισμό. Στοχαστικός, με έντονο σκεπτικισμό, όπως και βυθισμένος στις σκληρές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ο Αναγνωστάκης δεν ξεκόβει ποτέ από τον λυρισμό, με τον οποίο τον ενώνουν ακατάλυτοι δεσμοί.
Από τα ποιήματά του απουσιάζει, ωστόσο, εξαρχής οποιοδήποτε στοιχείο έξαρσης ή διαστολής.
Χαμηλόφωνος, συνομιλητικός, καχύποπτος απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να δείξει φανταχτερό και μεγαλόσχημο, ο ποιητής πενθεί σιωπηρά τις απώλειές του: τους φίλους που αφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια, την επαναστατική ιδεολογία που μεταμορφώθηκε σε σύστημα κλειστού πολιτικού ελέγχου, αλλά και τις ευκαιρίες της ζωής που πέταξαν εν μια νυκτί μακριά ή τους ατέλειωτους συμβιβασμούς της καθημερινότητας.
Γλώσσα: Και η γλώσσα του μεταπηδά σιγά – σιγά από τον θρήνο στην οργή, από την οργή στον σαρκασμό και την ειρωνεία και από την ειρωνεία στην αφαιρετική και αποστασιοποιημένη διατύπωση, όπου όλα πια δείχνουν μάταια και οριστικά τελειωμένα.
Ο Αναγνωστάκης κερδίζει αμέσως με τον αφαιμαγμένο λυρικό του λόγο τον αναγνώστη: η απουσία οποιασδήποτε προσποίησης στον στίχο του, η σχεδόν φυσική εκφορά του και η εκ πεποιθήσεως εκφραστική του λιτότητα συστήνουν ένα έργο μονίμως ανοιχτό και εν προόδω – ένα έργο στο οποίο μπορεί να αντανακλαστούν τόσο οι ιστορικές και οι πολιτικές περιπέτειες των προδικτατορικών ετών όσο και η καθημερινή υπαρξιακή ασφυξία του καιρού μας.
Επιστρέφοντας στον Δασκαλόπουλο, να τονίσω τα αυτονόητα: τον εργώδη μόχθο του, την πληρότητα των καταγραφών του και τη σαφήνεια των κριτηρίων και των κατηγοριών του.