Ποιήματα

Από την Παιδική Μούσα

(Εκδόσεις Αμοργός, 1980)









Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ

Παιδάκια, πάντοτε ν’ ακούτε τους γονείς σας

που θέλουν μόνο το δικό σας το καλό.

Να λέτε «ευχαριστώ», «παρακαλώ»,

να μην υψώνετε τον τόνο της φωνής σας.





Ποιοι είν’ αυτοί που μας μαθαίνουν τρόπους,

που μας μαθαίνουν να ‘μαστε ευγενείς;

Μονάχα οι καλοί μας οι γονείς

για να μας κάνουνε σωστούς ανθρώπους.





Όλα στο σπίτι σαν ρολόι ρυθμισμένα.

Ο μπαμπάς όλη μέρα στη δουλειά.

Η μαμά τινάζει στο μπαλκόνι τα χαλιά

κι ύστερα στρώνει τα κρεβάτια ένα ένα.





Συνήθως βλέπουν τηλεόραση τα βράδια,

καμιά φορά πηγαίνουν σινεμά.

Κάποτε μένει μόνη η μαμά

και μας κακομαθαίνει με τα χάδια.





Λείπει τότε ο μπαμπάς στο καφενείο

εκεί που πάνε οι άντρες μοναχοί.

Παίζουνε πρέφα, λεν αστεία, χι, χι, χι,

καμιά φορά ξεχνιούνται ως τις δύο.





Τις Κυριακές μας έρχονται επισκέψεις.

Βγάζει η μαμά καφέδες και γλυκά.

Οι άντρες συζητούν πολιτικά

και οι γυναίκες: «αύριο τι θα μαγειρέψεις;».





Έτσι τα βρήκαμε, πάππου προς πάππου

και-προς Θεού- μην τα πειράξεις, πα, πα, πα!

Ακολουθείστε τα γνωστά τα πρότυπα

να φτάσετε κι εσείς μια μέρα κάπου.





Χιλιάδες πειρασμοί είναι κοντά σας,

σεξ και πορνό και ντίσκο και χασίς.

Μακριά, παιδιά, να κρατηθείτε εσείς,

να μην ακούτε παρά μόνο το μπαμπά σας.





Λοιπόν, παιδάκια, σεβασμό προς τους γονείς σας

που θέλουν μόνο το δικό σας το καλό.

Πάντα και πάντα: «ευχαριστώ», «παρακαλώ»,

και μην υψώνετε τον τόνο της φωνής σας.









ΤΟ ΚΑΚΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

Η Βίκυ λέει λόγια κακά

που δεν μπορώ να σας τα πω.

Όλο γελά: κα, κα, κα, κα,

κι όλο μας λέει: βρακί – πωπό.





Είναι το πιο κακό παιδί,

καθόλου δεν την αγαπώ.

Όπου βρεθεί κι όποιον να δει,

αμέσως λέει: βρακί – πωπό.





Έχει κι ένα αυστηρό μπαμπά

που όλο τη δέρνει – πω, πω, πω, πω.

Μ’ αυτή δε χαμπαρίζει, μπα!

Και ξαναλέει: βρακί – πωπό.

ΤΟ ΣΟΒΑΡΟ ΠΑΙΔΙ

Το σοβαρό παιδί δεν τρώει

ποτέ το μήλο του ακαθάριστο.

Σηκώνεται απ’ το τραπέζι

και λέει πάντα: ευχαριστώ.





Το σοβαρό παιδί πηγαίνει

κάθε βδομάδα στ’ Αγγλικά,

ακούει πάντα τους μεγάλους

και δε ζητά πολλά γλυκά.





Το σοβαρό παιδί δε λέει

ποτέ γαμώτο ή ψωλή,

αυτά π’ ακούν άλλες μανάδες

και λεν αλί και τρισαλί.





Το σοβαρό παιδί δεν ξέρει

ούτε από ΡΗΓΑ, ούτε από ΚΝΕ.

Έμαθε όχι να μη λέει,

σ’ ό,τι του λένε, λέει ναι.





Το σοβαρό παιδί θα γίνει

κάποτε μέγας και τρανός,

μπορεί γιατρός ή αρχιφύλαξ,

ή κάπου προϊστάμενος.





Το σοβαρό παιδί να δείτε

θα γίνει μέγας και πολύς.

Θα ‘ναι το πρότυπο μια μέρα

του Έθνους μας και της Φυλής.





ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Ήτανε ένα μικρό κουκλί

που το φωνάζαν Ηρακλή

ενούς χρονού, τριάντα κιλά

κι ένα αυτοκίνητο κυλά.





Τριώ χρονώ ήτανε όντως

ένας αληθινός Τζιμ Λόντος.





Ήξερε τζούντο και καράτε

συγχρόνως σπούδαζε στα ΚΑΤΕ,

αλλά στα γράμματα ατυχώς

ήταν κουμπούρας ο φτωχός.





Όπως θεριό με τέτοια μπράτσα,

νωρίς νωρίς βγήκε στην πιάτσα.

Λύγιζε σίδερα, αλυσίδες,

κι έδερνε αράδα πασοκτσήδες.





Έπνιξε και πεντέξι φίδια

κι αμέσως λέει: «φέρτε απ’ τα ίδια!»

Έτρωγε ογδόντα αυγά μελάτα

κι ογδόντα παγωτά κασάτα.





Μια μέρα έπνιξε – ω, λα, λα –

σαρανταοχτώ κοτόπουλα.

(Αυτά που είπαν Στυμφαλίδες

οι Όμηροι κι οι Σοφοκλήδες).





Μπροστά του όλοι στέκαν σούζα.

Κι όταν πλημμύρισε η χαβούζα

κι είδαν με τίποτα δεν κλει,

φωνάξανε τον Ηρακλή.





Επάλεψε σκληρά, σα σκύλος,

όπως τα γράφει κι ο Αισχύλος.

Σαράντα μέρες και σαράντα

νύχτες, καθάρισε τα πάντα.





Του φώναζαν «Γεια σου μπουλντόζα».

Κι αυτός σεμνός, χωρίς καν πόζα.

(Α, τέτοιους άθλους, τόσα κλέη,

δε γνώρισε ούτε ο Κάσιους Κλαίη).





Ήρωες τέτοιους βγάζει η Ελλάδα

χιλιάδες χρόνια τώρα αράδα,

κορμιά όλο νιάτα και υγεία

μαζί με κόπρους του Αυγεία.





Αυτό παιδιά μου θα πει ΕΛΛΑΣ

όχι άρτζι μπούρτζι και λουλάς.

ΤΟ ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Ένα, δύο, τρία,

δε μ’ αρέσει η γεωμετρία





και τέσσερα και πέντε κι έξι,

δεν καταλαβαίνω λέξη.





Πρόσθεση κι αφαίρεση

-Κάνε πιο πέρα ρε συ,





άσε κάτω το τετράδιο

κι άνοιξε βραχέα στο ράδιο,





ν’ ακούσουμε λιγάκι ροκ

να φάμε και μια πάστα κωκ.





Αφαίρεση και συμμιγείς

στην τουαλέτα μην αργείς





πάει το διάλειμμα, τελειώνει

και με πιάσαν κοιλοπόνοι.





Έχω έν’ αδερφό αριστούχο

κόλλησε στον τοίχο με ούχο





το πτυχίο του, να το δω

για να νιώσω, λέει, αιδώ,





που ’μαι ξύλο απελέκητο

κι όλο το γλέντι μου κοιτώ.





Μα εγώ δε δίνω διάρα

του κολλάω και μια σφαλιάρα,





όλο με το πες, πες, πες,

δε γουστάρεις διακοπές.





Το σκολειό τώρα τελείωσε

και μ’ ένα πούλμαν του ΟΣΕ,





εμπρός παιδιά στην εξοχή

να παίξουμ’ ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ.





Το τζιν μου το καλό θα βάλω

κι ας με σφίγγει στον καβάλο





πάρε μπαγλαμά και μπάντζο

και παπούτσια απ’ τον Κατράντζο.





Μπάλα, ξάπλες, χαβαλέ

-ρήγα, ντάμα και βαλέ-





κι από το Θεό να το ’βρει

όποιος έρθει τον Οχτώβρη





και μου πει: ξανά θρανίο!

Θα του σπάσω το κρανίο.





Τέρμα πια για μένα! Πάει

το σχολείο -μπάι, μπάι!









Ο Κατήφορος

Μπαλάντα

(Εκδόσεις AIDS, 1986)









Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΨΥΧΩΝ

ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΠΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ

Η ΤΙΜΙΑ ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ,

ΜΑΣΤΙΓΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΝΩΤΤΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ ΜΑΣ









Αν είχα μια κόρη 16 χρονώ

θα έκανα να διαβάσει κρυφά

αυτό το βιβλίο και θα ήμουν

ήσυχος ότι ποτέ δε θα κινδύνευε

να παραστρατήσει…

(Γρ. Ξενόπουλος, «Ο Κατήφορος»)









Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν

μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ

–ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ–

και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.









Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο

και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ

με το κόκκινο φούξια ξώπλατο

έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.









Όλοι της δίναν κάργα υποσχέσεις :

«Εσύ θα τραγουδάς με περιεχόμενο. . .».

«Αν δε σε δω μια μέρα στον Ορχομενό

σ’ ένα σκυλάδικο σου επιτρέπω να με χέσεις»,









ήταν τα λόγια του κουρέα του Θανάση

που μεγαλώσανε μαζί στην Κοκκινιά.

Μ’ αυτή είχεν αμολήσει πετονιά

να πιάσει χοντρό ψάρι όπου προφτάσει.









Της δώσαν κάποια μέρα ένα ρολάκι

σε κάποιο μικροσόου στην T.V.

να σειέται και δήθεν να τιτιβί-

ζει ένα σεγκόντο σε πλαίη μπακ του Δάκη.









Βρήκε κι έναν ροκά που ’στεκε σούζα

πού μάτια πια για τ’ άμοιρο παιδί,

καίγονταν ο φτωχός σαν το δαδί

και το ’ριξε στις ασωτείες και στα ούζα.









Γνώρισε κι έναν ψευτογάλλο ατζέντη

μα μόλις τη δοκίμασε είπε: «Νο!

εσύ παιδί μου κάνεις μόνο για πορνό,

μόνο ξεβράκωτη άμα βγεις θα γίνει γλέντι».









Τόλμησε να του πει : «Δεν πάω στο βούρκο

και το κορμί μου εγώ δεν το πουλώ»

(πού να ’χε υπόψη της και τον Ξενόπουλο).

Όμως τα λόγια της αυτά τον κάναν τούρκο.









Της βάρεσε ένα γυριστό χαστούκι,

«Τί θες να γίνεις μωρή κλώσσα αφού

’σαι ψάρι και στο κάτω-κάτω ζεμανφού,

άντε να μου χωθείς σ’ ένα κουτούκι».









Μ’ αυτή εκεί, στο πείσμα, στο αντέτι !

Κάτι θα γίνει και για μένα, δεν μπορεί,

δεν είναι κι όλοι τους πια σωματέμποροι,

δεν πρόκειται εγώ να γίνω Μπέττυ.









Όμως στο τέλος όλα βγήκαν ουτοπία

και ακολούθησε το δρόμο το γνωστό

(έβγαλε κι ένα σβωλαράκι στο μαστό

κι έτρεχε στους γιατρούς για θεραπεία).









Χρόνια στην καταφρόνια και στη χλεύη

κι έπεφτε από αγκαλιά σε αγκαλιά.

Σκαλί-σκαλί κατέβηκε όλα τα σκαλιά

ώσπου πια δεν είχε άλλο να κατέβει (…).









Μα όλα στη ζωή είναι μοιραία

και κάποιο βράδυ από μια πόρτα σκοτεινή

ακούει τ’ όνομά της: «Φωτεινή!».

Γυρνά και βλέπει τον Θανάση τον κουρέα.









Της άπλωσε το χέρι κι είπε: «Έλα»,

μ’ αυτή είχε πια τελείως βουβαθεί.

(Μακριά σ’ ένα τζουμπόξ, ένα βαθύ

πονετικό τραγούδι έλεε η Μαρινέλα).









Την έσφιξε απαλά το παλικάρι,

«Μόνο μια λέξη ακόμα: μη μιλάς».

Κι αυτή μια θλιβερή… πρώην «Σταρ Ελλάς»

αφέθηκε στην αγκαλιά του, ένα ζυμάρι.









Μιαν ιστορία σάς αφηγούμαι πονεμένη

που προκαλεί σε δυο καρδιές βαθύ σεισμό.

Δε σας τη λέω για παραδειγματισμό –

απ’ το ’να αυτί σάς μπαίνει, απ’ τ’ άλλο βγαίνει.









Μιαν ιστορία κι αυτή σαν τόσες άλλες,

που χρέος ανθρώπινο επιβάλλει να την πω,

ίσως και κάνω κάνα ρήγμα στο ρεπό

της ηθικής σας, ασυνείδητες κ ο υ φ ά λ ε ς .













Από την ενότητα «Η Ερωτική Τρίλιζα»









Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ

(ΣΕΜΝΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ Ρ.Φ.)

Αντίκρισα μια Ρήγισα

κι από τον πόθο ρίγησα.

Απάνω σε μια σκαλωσιά

την είδα και κοκάλωσα.









Έγραφε συνθήματα

το «Επέσατε θύματα»

κι άλλα αντιφασιστικά.

Και τότε προφασίστηκα









πως θέλω το πινέλον της

να πάω κι εγώ εθελοντής

να γράψουμε κοντά-κοντά.

Με σέρνει εκόντα-άκοντα.









Ύστερα κατεβήκαμε

και πήγαμε ως το ΙΚΑ με

τα πόδια και τα είπαμε

για την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ









Μα γω της λέω: Ω, Άσπα, συ

μίλα για τη διάσπαση

μίλα μου για το Κόμμα μας

μα μην το μάθει η μαμά σ’.









Πολιτική και λίγο σεξ

μας διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ.

(Όχι μόνο ολοκαύτωμα

χρειάζεται κι απαύτωμα).









Μετά πήγαμε ίσαμε

το πάρκο και χωρίσαμε

γιατί είχε και διασχολικό

κι ήτανε λίγο σόλικο









να μας εβλέπανε μαζί

(γιατί ειν` η κοινωνία χαζή

κι έχει κατάλοιπα Ναζί).

Δίκιο έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ

σ’ αυτή τη ζήση την πεζή

να ζει κανείς ή να μη ζει (μ).













Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΑΣΙΑΣ

(ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΚΝΙΤΙΣΑΣ)

Ήταν οι μέρες εκείνες

που λυσσάγαν οι μπασκίνες

και σου ’ρχότανε ναυτία

όταν περνούσες τα Χαυτεία.









Κι εσύ!









Κρατώντας τον «Οδηγητή»

διάβηκες από μπρος μου

λουσμένη αρώματα Κοττύ

στην μπόχα του υποκόσμου.









Φώναζαν ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ

στα προποπρακτορεία

μα πέρναγες αγέρωχη

Κνιταρχοντοκυρία.









Κανένας δεν αγόραζε

δε δίναν σημασία

ήρθα και σ’ έπιασα αγκαζέ

και σου ’πα: «Έλα Τασία









πούλησες δέκα σήμερα

νομίζω πια πως φτάνει

– αρχόντισά μου και κερά –

μάζεψτα μάνι-μάνι









πάμε τα δυο μας κορ-α-κορ

να κάνουμε επανάσταση

να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ

Χριστούγεννα κι Ανάσταση.









Κι αν είσαι του δογματικού

σκασίλα μου μεγάλη

πάμε από Ηρώδου του Αττικού

να βγούμε προς Εκάλη.









Κνίτισα αρχοντοκνίτισα

παλαιοημερολογήτισα

να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ

δόγμα και ανανέωση.









Θα το πατήσω το πεντάλ

μέχρι 90 και 100.

Διάβαζε εσύ τον Ρόζενταλ

για μένα η λίρα εκατό.









Πάμε σ’ ένα κρυφό κουτούκι

να φάμε πίτσα ή πεϊνιρλί

να μου κάνεις λούκι-λούκι

να σου δείξω ένα λιλί.









Θα κάνεις σου, θα κάνω μου

κι ό,τι άλλο θες ακόμα

κι απά στην ώρα του χαμού

θα σου φωνάξω: «Ένα είν’ το Κόμμα».













Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ

(ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΠΣΠ)

Για μιαν αρχιτεκτόνισσα

ένα τραγούδι ετόνισα

(να μη σ’ το πω να μη σ’ το πει

ανήκει στην Πι Πι Σι Πί).









Γι’ άλλην εγώ δεν είχα νου.

Ήταν κόρη βιομήχανου

και τα ’χεν όλα μπόλικα

για προίκα δύο πολυκα­-









τοικίες κι αυτοκίνητα.

Κι έβριζε αγρίως την «Ουνιτά»

σαν όργανο προδοτικό

κι αρχιρεβιζιονιστικό.









(Κι αν τόλμαγες τη λέξιν ΕΣ

τα νύχια για καυγά έξυνες).









Δεν είχα τίποτα κοινό

με το Βιβλίο το Κόκκινο

μα έλιωνα απ’ τον έρωτα

— τον πόνο του άλλου αχ ποιος ρωτά.









Μια μέρα τ’ αποφάσισα

—λέω η ντροπή μισά-μισά—

να τη ζητήσω επίσημα

απ’ τον μπαμπά και τη μαμά.









Όπως οι γάτες που λυσσάν

μ’ άρπαξαν και με φίλησαν.

«Παρ’ την παιδί μας, σώσε μας

μη μείνει αυτή η ντροπή σε μας».









Το ’μαθε κι έγινε έξαλλη

(αλί, αλί και τρισαλί)

μ’ έβρισε αντιλενινιστή

κι από τη λύσσα είχε πρηστεί.









Προδότη μ’ είπε του λαού

κι εγώ της είπα: «Τούλα, ου,

σπεύδε, κι άκουσε να δεις

κι αν έχεις προίκα πέντε δις









εγώ σε παίρνω ολόγυμνη.

Τον έρωτα άκου πώς υμνεί

κι ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσου

με τη γιγαντιαία τσουτσού».













Σκόρπια ποιήματα









FAIR PLAY

Τω φίλω Μ. Αν.









Πόσες χιλάδες ώρες πέρασαν με συνεδρίαση,

σ’ αχτίδες, κόβες και κομματικούς πυρήνες,

στο τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση

κι ο πονοκέφαλος ούτε περνούσε μ’ ασπιρίνες.









Μάθαμε απ’ όξω –βασικά― όλα τα προβλήματα

και την αναγκαιότητα της πάλης

και γίναμε τα δακτυλοδειχτούμενα τα βλήματα

κρατώντας τον Μαρξ – Έγκελς υπό μάλης.









Μέρα τη μέρα θά ’ρχονταν η Επανάσταση

και περιμένοντας πέρασαν τα χρόνια

κι όμως σ’ το λέγαν οι γονείς σου «ασ’ τα συ

πάντα θα βρίσκονται στον κόσμο άλλα κωθώνια».









Πάντοτε ο καπιταλισμός βρίσκει περάσματα

και ξεπερνά τις δύσκολες τις κρίσεις.

Κι ένα πρωί : «Απαγορεύονται τα άσματα

και κοπιάστε στο τμήμα για ανακρίσεις».









Τώρα να σπάσεις δεν μπορείς πια, σε χρωμάτισαν

και σ’ έχουν σαν τον ποντικό μέσα στη φάκα

και δεν ξεφεύγεις από του χαφιέ το μάτι σαν

συναναστρέφεσαι τον καθ’ ένα μαλάκα.





……………………………………………………………………………….

Δεν άκουσες ποτέ τη μάνα σου την άγια

σ’ ενοχλούσε και σένα το κατεστημένο,

δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια

δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο.









[ΑΤΙΤΛΟ απόσπασμα, αφιερωμένο στον Μανόλη Αναγνωστάκη]

Μανόλαρε, Μανόλαρε

τ’ άγριο σου λάσο αμόλαρε.

Αν είσαι εσύ Κρητίκαρος

κι εγώ μικρή πεταλουδίτσα,

αχ τόση δα, αχ τόση δα,

με μαδημένα τα φτερά

από τον Παπαδίτσα,

υπήρξα κάποτε κι εγώ του στίχου Ίκαρος.









[ΑΤΙΤΛΟ]

Στο ξενοδοχείο Macedonia

πλάγιασα σε μεταξωτά σεντόνια

είχανε και μεταξωτές κουβέρτες

κι είπα: φέρτες.









Είπα και στη ρεσεψιονίστα

πως μ’ έπιασε μεγάλη νύστα.

Θέλω άνεση σουίτας

είμαι ποιητής της ήττας.









Είμαι γενιά του Αργυρίου

(ρίου ρίου κι αντιρίου)

συνάδελφος του Κουλουφάκου

και κάτσε κι άκου…

(Απόσπασμα)













Σημείωση: Στα ποιήματα διατηρείται η ορθογραφία και η στίξη του ποιητή, αλλά όχι το πολυτονικό.